μαρτυρογράφιον

Revision as of 11:29, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

[γρᾰ], τό,    A written deposition, Anon.in Rh.159.8.

Greek Monolingual

μαρτυρογράφιον, τὸ (AM)
η καταγραφή τών βασανισμών αγίου μάρτυρα
αρχ.
γραπτή μαρτυρία, γραπτή κατάθεση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μάρτυρας + -γράφιον (< γραφή)].