μαρτυρογράφιον
From LSJ
ἄνθρωπος ὢν ἥμαρτον· οὐ θαυμαστέον → being human I made a mistake; there is nothing remarkable about it
English (LSJ)
[γρᾰ], τό, written deposition, Anon.in Rh.159.8.
Greek Monolingual
μαρτυρογράφιον, τὸ (AM)
η καταγραφή τών βασανισμών αγίου μάρτυρα
αρχ.
γραπτή μαρτυρία, γραπτή κατάθεση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μάρτυρας + -γράφιον (< γραφή)].