μαραθίτης

Revision as of 11:30, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

[ῑ], ου, ὁ,    A flavoured with fennel, οἶνος Dsc.5.65, Gp.8.9.

Greek Monolingual

μαραθίτης, ὁ (ΑM)
παρασκευασμένος από μάραθο ή αρωματισμένος με μάραθοοἶνος μαραθίτης», Διοσκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μάραθον + επίθημα -ίτης (πρβλ. καλαμ-ίτης, σταφυλ-ίτης)].