μακροπόρευτος
English (LSJ)
ον, A far-journeying, μ. βίος PLit.Lond.98 ii 12 (Dioscorus).
Greek Monolingual
μακροπόρευτος, -ον (Α)
πάπ. αυτός που πορεύεται μακριά ή εκτείνεται σε μεγάλη χρονική απόσταση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο)- + πορευτός (< πορεύομαι)].