μεγαλόκωλος

Revision as of 11:50, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ον,    A large-limbed, of a locust, Dsc.2.52.

German (Pape)

[Seite 106] mit großen Gliedern, auch von einem Satze.

Greek (Liddell-Scott)

μεγαλόκωλος: -ον, ὁ ἔχων μεγάλα κῶλα, μέλη τοῦ σώματος, ὡς πόδας κτλ., ἀκρίς... μεγαλόκωλος Διοσκ. 2, 57.

Greek Monolingual

μεγαλόκωλος, -ον (Α)
(για ακρίδα) αυτός που έχει μεγάλα σκέλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο)- + -κωλος (< κῶλον), πρβλ. μονό-κωλος].