μαστίχινος

Revision as of 11:50, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

η, ον,    A prepared with mastich, ἔλαιον Dsc.1.42, Gal.11.870, Philagr. ap. Orib.5.19.10.

Greek (Liddell-Scott)

μαστίχῐνος: -η, -ον, παρεσκευασμένος διὰ μαστίχης, ἴδε μαστιχέλαιον.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α μαστίχινος, -η, -ον)
ο μαστιχένιος, ο παρασκευασμένος με μαστίχα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μαστίχη + κατάλ. -ινος].