Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μαστιχέλαιον

From LSJ

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μαστῐχέλαιον Medium diacritics: μαστιχέλαιον Low diacritics: μαστιχέλαιον Capitals: ΜΑΣΤΙΧΕΛΑΙΟΝ
Transliteration A: mastichélaion Transliteration B: mastichelaion Transliteration C: mastichelaion Beta Code: mastixe/laion

English (LSJ)

τό, mastich-oil, Dsc.1.42 (in lemmate).

Greek (Liddell-Scott)

μαστῐχέλαιον: τό, μαστίχης ἔλαιον, Διοσκ. 1. 51 (ἐν τῷ λήμματι, δηλ. τῇ ἐπιγραφῇ, διότι ἐν τῷ κειμένῳ ὁ Διοσκ. καλεῖ αὐτό: μαστίχιον (ἔλαιον)).

Greek Monolingual

μαστιχέλαιον, τὸ (Α)
έλαιο το οποίο παράγεται από τη μαστίχα.

German (Pape)

τό, Mastixöl, Diosc.