μειουρία

Revision as of 11:55, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

μειονεκτ-ίζω, μειόνεκτ-ος,    A v. μυουρία, -ίζω, -ος.

German (Pape)

[Seite 116] ἡ, Kurzschwänzigkeit, = μυουρία, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

μειουρία: ἡ, μείωσις τοῦ τέλους ἢ τοῦ ἄκρου, ἐπὶ ἑξαμέτρων τελευτώντων εἰς ἴαμβον ἢ πυρρίχιον, ὡσαύτως καὶ μυουρία, Εὐστ. 900. 7.

Greek Monolingual

μειουρία, ἡ (Α) μείουρος
(σχετικά με εξάμετρο) το αποτέλεσμα του μειουρίζω, αλλ. μυουρία.