μελίσσιος
English (LSJ)
A v. μελίσσειος.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
c. μελισσαῖος.
English (Strong)
English (Thayer)
μελισσια, μελισσιον (from μέλισσα a bee, as θαλάσσιος from θάλασσα; μέλισσα is from μέλι), of bees, made by bees: R G Tr in brackets). (Not found elsewhere (cf. Winer's Grammar, 24); μελισσαιος, μελισσαια, μελισσαιον is found in Nic. th. 611, in Eust. μελίσσειος.)
Russian (Dvoretsky)
μελίσσιος: пчелиный (κηρίον NT).
Chinese
原文音譯:mel⋯ssioj 姆利西哦士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:蜂房
字義溯源:蜂房,蜂作的,蜜;源自(μέλι)*=蜂蜜)
出現次數:總共(1);路(1)
譯字彙編:
1) 蜜(1) 路24:42