μελίϊνος

Revision as of 11:55, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

η, ον,    A = μελέϊνος, IG22.1672.155, al., Sch.D. Il.5.655.

German (Pape)

[Seite 123] (auch μέλινος u. μελέϊνος), von der Esche, eschen, Schol. Il. 5, 655.

Greek (Liddell-Scott)

μελίϊνος: -η, -ον, = μελέϊνος, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Ε. 655, Ὀδ. Ξ. 281.

Greek Monolingual

μελίϊνος, -ίνη, -ον (Α)
ο μελέινος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μελία «φλαμουριά» + κατάλ. -ινος].