μελέϊνος

From LSJ

ὁ ναύτης ὁ ἐν τῇ νηῒ μένων βούλεται τοὺς τέτταρας φίλους ἰδεῖν → the sailor staying on the ship wants to see his four friends

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελέϊνος Medium diacritics: μελέϊνος Low diacritics: μελέϊνος Capitals: ΜΕΛΕΪΝΟΣ
Transliteration A: meléïnos Transliteration B: meleinos Transliteration C: meleinos Beta Code: mele/i+nos

English (LSJ)

η, ον, ashen, IG22.1672.307, Thphr. HP 5.7.8; cf. μελίϊνος, μέλινος.

German (Pape)

[Seite 121] = μελίϊνος, eschen, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

μελέϊνος: -η, -ον, = μέλινος, Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 5. 7, 8.

Greek Monolingual

μελέϊνος, -η, -ον (Α)
αυτός που έχει κατασκευαστεί από ξύλο μελίας, ο μελίινος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μελία «φλαμουριά», κατά το πτελέϊνος, ή από το επίθ. μελίινος με ανομοιωτική τροπή του -ι- σε -ε-].