μελάρρινος
English (LSJ)
ον, (ῥινόν) A black-skinned, Nonn.D.14.395,al.
Greek (Liddell-Scott)
μελάρρῑνος: -ον, (ῥινὸν) ὁ ἔχων μέλαν δέρμα, Νόνν. 14. 395, κτλ.
Greek Monolingual
μελάρρινος, -ον (Α)
αυτός που έχει μαύρο δέρμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + ῥίς, ῥινός (πρβλ. έν-ρινος)].