μελίρροθος

Revision as of 12:00, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ον,    A sweet-sounding, Pi. Fr.246.

Greek (Liddell-Scott)

μελίρροθος: ον = τῷ ἑπομ., Πινδ. Ἀποσπ. 286.

English (Slater)

μελίρροθος
   1 sounding sweet as honey μελιρρόθων δ' ἕπεται πλόκαμοι (sc. ἐπέων, simm., Schr.) fr. 246a.

Greek Monolingual

μελίρροθος, -ον (Α)
αυτός που ηχεί γλυκά, γλυκόηχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι + ῥόθος «ήχος» (πρβλ. πολύ-ρροθος, ταχύ-ρροθος)].

Russian (Dvoretsky)

μελίρροθος: источающий мед (πλόκαμοι, sc. ἀνθέων или ὕμνων Pind.).