μελισσοπόνος

Revision as of 12:04, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ον,    A = μελισσοκόμος, AP6.239 (Apollonid.).

German (Pape)

[Seite 124] = μελισσοκόμος, Apollnds. 6 (VI, 239).

Greek (Liddell-Scott)

μελισσοπόνος: -ον, = μελισσοκόμος, Ἀνθ. Π. 6. 239.

Greek Monolingual

μελισσοπόνος, -ον (Α)
μελισσοκόμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλισσα + πόνος «μόχθος, κόπος» (πρβλ. ματαιο-πόνος)].

Greek Monotonic

μελισσοπόνος: -ον, = μελιττουργός, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

μελισσοπόνος: ὁ Anth. = μελισσοπόλος.

Middle Liddell

μελισσο-πόνος, ον = μελιττουργός, Anth.]