μελλητέον

Revision as of 12:05, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

   A one must delay, E.Ph.1279, Ar. Ec.876, Pl.Criti.108e.

Greek (Liddell-Scott)

μελλητέον: ῥημ. ἐπίθ., πρέπει τις νὰ ἀργοπορήσῃ, νὰ βραδύνῃ, Εὐρ. Φοίν. 1279, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 876, Πλάτ. Κριτί. 108Ε.

Greek Monotonic

μελλητέον: ρημ. επίθ. του μέλλω, κάτι που πρέπει να αναβληθεί, σε Ευρ.