μελλητέον

From LSJ

Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut

Menander, Monostichoi, 234
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελλητέον Medium diacritics: μελλητέον Low diacritics: μελλητέον Capitals: ΜΕΛΛΗΤΕΟΝ
Transliteration A: mellētéon Transliteration B: mellēteon Transliteration C: melliteon Beta Code: mellhte/on

English (LSJ)

one must delay, E.Ph.1279, Ar. Ec.876, Pl.Criti.108e.

Greek (Liddell-Scott)

μελλητέον: ῥημ. ἐπίθ., πρέπει τις νὰ ἀργοπορήσῃ, νὰ βραδύνῃ, Εὐρ. Φοίν. 1279, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 876, Πλάτ. Κριτί. 108Ε.

Greek Monotonic

μελλητέον: ρημ. επίθ. του μέλλω, κάτι που πρέπει να αναβληθεί, σε Ευρ.

German (Pape)

adj. verb. zu μέλλω.