μετασχημάτισις

Revision as of 12:20, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

εως, ἡ,    A change of form, Arist.Ph.190b5, Cael. 305b29, Sens.446b6.

German (Pape)

[Seite 155] ἡ, die Umgestaltung, Umbildung, Arist. de sensu 6.

Greek (Liddell-Scott)

μετασχημάτῐσις: ἡ, μετατροπή, μεταβολὴ σχήματος ἢ μορφῆς, Ἀριστ. Φυσ. 1. 7, 7, π. Οὐραν. 3. 7, 6, π. Αἰσθ. 6. 15· καὶ μετασχημᾰτισμός, ὁ, Πλούτ. 2. 687Β.

Greek Monolingual

μετασχημάτισις, ἡ (Α) μετασχηματίζω
μετασχηματισμός.

Russian (Dvoretsky)

μετασχημάτῐσις: εως (ᾰτ) ἡ изменение вида, преображение Arst.