μινυρίστρια

Revision as of 12:35, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ἡ,    A warbler, ἀηδών IG14.1934f5.

German (Pape)

[Seite 188] ἡ, die Wimmernde, ἀηδών, Epigr. in Zeitschrift für A.-W. 1844 p. 1008.

Greek (Liddell-Scott)

μῐνῠρίστρια: ἡ, ἡ μινυρίζουσα, ἠρέμα καὶ ἡδέως κελαδοῦσα, ἀηδὼν Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 546. 9.

Greek Monolingual

μινυρίστρια, ἡ (Α) μινυρίζω
(για την αηδόνα) αυτή που κελαηδά ήρεμα και γλυκά.