μηλώδης

Revision as of 12:40, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ες,    A = μήλινος 11.2, Gal.Nat.Fac.3.7, cf. An.Ox.1.280, EM584.13.

German (Pape)

[Seite 173] ες, = μηλοειδής, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

μηλώδης: ὅμοιος μήλῳ, Κραμήρου Ὀξ. Ἀνέκδ. τ. 1. σ. 280, 2· τοῦ μήλου μηλωδεστέρου Γαλην. τ. 5, σ. 62.

Greek Monolingual

μηλώδης, -ῶδες (Α) [[[μήλον]] (Ι)]
αυτός που μοιάζει με μήλο, μηλοειδής, κιτρινωπός.