μηλώδης

From LSJ

ναύτης ὁ ἐν τῇ νηῒ μένων βούλεται τοὺς τέτταρας φίλους ἰδεῖν → the sailor staying on the ship wants to see his four friends

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μηλώδης Medium diacritics: μηλώδης Low diacritics: μηλώδης Capitals: ΜΗΛΩΔΗΣ
Transliteration A: mēlṓdēs Transliteration B: mēlōdēs Transliteration C: milodis Beta Code: mhlw/dhs

English (LSJ)

μηλῶδες, = μήλινος II.2, Gal.Nat.Fac.3.7, cf. An.Ox.1.280, EM584.13.

German (Pape)

[Seite 173] ες, = μηλοειδής, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

μηλώδης: ὅμοιος μήλῳ, Κραμήρου Ὀξ. Ἀνέκδ. τ. 1. σ. 280, 2· τοῦ μήλου μηλωδεστέρου Γαλην. τ. 5, σ. 62.

Greek Monolingual

μηλώδης, -ῶδες (Α) [[[μήλον]] (Ι)]
αυτός που μοιάζει με μήλο, μηλοειδής, κιτρινωπός.