μολπαῖος

Revision as of 12:45, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ον,    A tuneful, ἀοιδάν Erinn.6.7.

German (Pape)

[Seite 200] zum Gesange gehörig, sangreich, ἀοιδά, Erinn. 3 (VII, 712).

Greek (Liddell-Scott)

μολπαῖος: -α, -ον, ἢ ος, ον, ὁ ἀνήκων εἰς μολπήν, ἀοιδή Ἤριννα 5.

Greek Monolingual

μολπαῑος, -ον (Α) μολπή
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μολπή, αρμονικός, μελωδικός.

Russian (Dvoretsky)

μολπαῖος: певучий (ἀοιδή Anth.).