μυΐσκη

Revision as of 12:55, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ἡ, Dim. of    A μῦς 11, small sea-mussel, Diph.Siph. ap. Ath. 3.90d, Xenocr. ap. Orib.2.58.92: μῠΐσκος, ὁ, Marc.Sid.38, Plin.HN 32.149.

Greek (Liddell-Scott)

μυΐσκη: ἡ, ὑποκορ. τοῦ μῦς ΙΙ, μικρὸν θαλάσιον ὄστρεον, «μύδι», «μυδάκι», Λατ. mitulus, Ξενοκρ. Ἐνύδρ. Τροφ. 86, Ἀθήν. 90D· ὡσαύτως μυΐσκος, ὁ, Μάρκελλ. Σιδήτ. 38, Πλίν. 32. 53.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
petite moule.
Étymologie: μῦς.

Greek Monolingual

μυΐσκη, ἡ (Α) μύς
μικρό θαλάσσιο όστρακο, μικρό μύδι, μυδάκι.