μυΐσκη

From LSJ

λεπταῖς ἐπὶ ῥοπῆσιν ἐμπολὰς μακρὰς ἀεὶ παραρρίπτοντες → staking distant ventures on nice balancings

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῠΐσκη Medium diacritics: μυΐσκη Low diacritics: μυΐσκη Capitals: ΜΥΪΣΚΗ
Transliteration A: myḯskē Transliteration B: muiskē Transliteration C: myiski Beta Code: mui/+skh

English (LSJ)

ἡ, Dim. of μῦς 11, small sea-mussel, Diph.Siph. ap. Ath. 3.90d, Xenocr. ap. Orib.2.58.92: μῠΐσκος, ὁ, Marc.Sid.38, Plin.HN 32.149.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
petite moule.
Étymologie: μῦς.

Greek (Liddell-Scott)

μυΐσκη: ἡ, ὑποκορ. τοῦ μῦς ΙΙ, μικρὸν θαλάσιον ὄστρεον, «μύδι», «μυδάκι», Λατ. mitulus, Ξενοκρ. Ἐνύδρ. Τροφ. 86, Ἀθήν. 90D· ὡσαύτως μυΐσκος, ὁ, Μάρκελλ. Σιδήτ. 38, Πλίν. 32. 53.

Greek Monolingual

μυΐσκη, ἡ (Α) μύς
μικρό θαλάσσιο όστρακο, μικρό μύδι, μυδάκι.