μυρρίτης

Revision as of 13:00, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

[ῑ], ου, ὁ, (μύρρα)    A stone of the colour of myrtle-juice, Plin. HN37.174.

Greek (Liddell-Scott)

μυρρίτης: -ου, ὁ, (μύρρα) ὅμοιος πρὸς χυμὸν μύρτου, Πλίν. 37. 63.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
s.e. λίθος;
pierre précieuse couleur de myrte.
Étymologie: μύρρα.

Greek Monolingual

μυρρίτης, ὁ (Α)
λίθος ο οποίος έχει το χρώμα της μύρρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύρρα + επίθημα -ίτης (πρβλ. μυρσιν-ίτης)].