μύειος
English (LSJ)
[ῠ], ον, (μῦς) A of, belonging to mice, An.Ox.2.286.
German (Pape)
[Seite 213] von Mäusen (?).
Greek (Liddell-Scott)
μύειος: -ον, (μῦς) ὁ ἀνῆκων εἰς τοὺς μῦς, Ἀνέκδ. Ὀξων. 2. 286.
Greek Monolingual
μύειος, -ον (Α)
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους ποντικούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μῦς, μυός «ποντικός» + κατάλ. -ειος
(πρβλ. τύμβ-ειος)].