μόρμορος

Revision as of 13:15, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

φόβος, Hsch.; cf. μέρμερος. μορμορύζω,    A = μορμολύττομαι, Phot.

German (Pape)

[Seite 207] erkl. Hesych. durch φόβος.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
peur.
Étymologie: cf. μέρμερος.

Greek Monolingual

μόρμορος (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «φόβος».
[ΕΤΥΜΟΛ. < μορμώ (πρβλ. μορμολύττομαι)].