ον, A unwashed, cj. in Anacr.21.6.
νήπλῠτος: -ον, ἄπλυτος, Ἀνακρ. 20. 6, κατὰ τὸν Schömann. ἀντὶ νεόπλυτος.
νήπλυτος, -ον (Α)άπλυτος.[ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. πρόθημα νη- + -πλυτος (< πλύνω), πρβλ. ά-πλυτος, δύσ-πλυτος].