νήπλυτος
From LSJ
English (LSJ)
νήπλυτον, unwashed, cj. in Anacr.21.6.
Greek (Liddell-Scott)
νήπλῠτος: -ον, ἄπλυτος, Ἀνακρ. 20. 6, κατὰ τὸν Schömann. ἀντὶ νεόπλυτος.
Greek Monolingual
νήπλυτος, -ον (Α)
άπλυτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. πρόθημα νη- + -πλυτος (< πλύνω), πρβλ. άπλυτος, δύσπλυτος].
Translations
unwashed
Danish: uvasket; Dutch: ongewassen; German: ungewaschen; Gothic: 𐌿𐌽𐌸𐍅𐌰𐌷𐌰𐌽𐍃; Greek: άλουστος, αλουτράριστος, άλουτρος, αμπανιάριστος, άνιπτος, άνιφτος, άπλυτος; Ancient Greek: ἄγναπτος, ἄλουστος, ἄλουτος, ἀναπόνιπτος, ἄνιπτος, ἄπλυντος, ἄπλυτος, ἄρρυπτος, νήπλυτος, πιναρός, πινηρός; Ingrian: pesemätöin; Manx: neuoonlit, neunieet, neughlen; Norwegian Bokmål: uvasket; Nynorsk: uvaska; Spanish: no lavado, no limpio, sucio