νεάσιμος

Revision as of 13:25, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

[ᾱ], ον,    A to be ploughed up, of fallow land, Gloss.

German (Pape)

[Seite 235] umzupflügen, vom Brachlande, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

νεάσῐμος: -ον, γεωργήσιμος, ὃν πρέπει νὰ καλλιεργήσῃ τις πάλιν, Γλωσσ.

Greek Monolingual

νεάσιμος, -ον (Α) [νεώ (Ι)]
αυτός που μπορεί να καλλιεργηθεί εκ νέου, ο καλλιεργήσιμος.