ὁ, A = ἡ κάθαρσις, Zonar.
νιμμός: ὁ, ἡ κάθαρσις, Ζωναρᾶς 1401, κλ.
νιμμός, ὁ (Α)(κατά τον Ζωναρά) «ἡ κάθαρσις».[ΕΤΥΜΟΛ. < νίπτω + κατάλ. -μός (πρβλ. τριμμός)].