τριμμός
From LSJ
English (LSJ)
ὁ, beaten track, X.Cyn.3.7, 4.3, Ael.Fr.114, D.C.56.20.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
chemin fréquenté.
Étymologie: τρίβω.
German (Pape)
ὁ,
1 das Reiben, Abreiben.
2 das Abgeriebene, Feilspäne, Sp.; – bes. ein vielbetretener, gebahnter Weg, Fußsteig, wie τρίβος, Xen. Cyn. 4.9, Ael. H.A. 13.24.
Russian (Dvoretsky)
τριμμός: ὁ торная дорога Xen.
Greek (Liddell-Scott)
τριμμός: ὁ, τετριμμένη, συχναζομένη ὁδός, ὡς τὸ τρίβος, Ξεν. Κυν. 3. 7., 4. 3, κλπ.
Greek Monolingual
ὁ, Α τρίβω
πολυσύχναστος δρόμος.
Greek Monotonic
τριμμός: ὁ (τρίβω), τετριμμένη οδός, σε Ξεν.