νομιτεύομαι

Revision as of 13:35, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

   A = νομίζω 1.3, μέτροις οἷς ἡ πόλις ν. OGI579 (Cilicia); ἀστραγάλοις ν. Phld.Sto.339.14.    II Pass., = νομιστεύομαι, OGI 339.44 (Sestos, ii B.C.), PFlor.1.6 (ii A.D.), etc.

Greek Monolingual

νομιτεύομαι (Α)
1. (σχετικά με νομίσματα ή σταθμά) έχω σε ισχύ
2. είμαι σε κυκλοφορία, ισχύω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. μτγν. τ. του νομιστεύομαι (πρβλ. θεμιστεύωθεμιτεύω)].