νομιστεύομαι
From LSJ
Θεῷ μάχεσθαι δεινόν ἐστι καὶ τύχῃ → Obsistere est difficile fortunae et deo → Mit Gott zu kämpfen ist gefährlich und dem Glück
English (LSJ)
Pass., to be current, παρά τισι Plb.18.34.7, cf. S.E.M.1.178.
French (Bailly abrégé)
être consacré par l'usage légal, avoir cours (monnaie).
Étymologie: νομιστός.
Russian (Dvoretsky)
νομιστεύομαι: (о монетах) быть общепринятым, иметь хождение, иметь законную силу Polyb., Sext.
Greek (Liddell-Scott)
νομιστεύομαι: Παθ., ἐπὶ νομίσματος, κυκλοφορῶ νομίμως, εἶμαι ἐν χρήσει, «περνῶ», Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 1. 178· πρβλ. νομειτεύεσθαι.
Greek Monotonic
νομιστεύομαι: Παθ., λέγεται για χρήματα, νομίσματα, κυκλοφορώ νόμιμα, είμαι σε χρήση, είμαι το ισχύον νόμισμα, σε Πολύβ.
Middle Liddell
νομιστεύομαι,
Pass. to be current, Polyb.