νυκτοπεριπλάνητος

Revision as of 13:40, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

[ᾰ], ον,    A roaming about by night, Ar.Ach. 264 (lyr.).

Greek (Liddell-Scott)

νυκτοπεριπλάνητος: -ον, ὁ κατὰ τὴν νύκτα περιπλανώμενος, Ἀριστοφ. Ἀχ. 264.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
c. νυκτοπλανής.

Greek Monolingual

νυκτοπεριπλάνητος, -ον (Α)
αυτός που περιπλανάται στη διάρκεια της νύχτας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νύξ, νυκτός + περιπλανῶμαι].

Greek Monotonic

νυκτοπεριπλάνητος: [ᾰ], -ον (πλανάομαι), αυτός που περιπλανιέται τη νύχτα, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

νυκτοπεριπλάνητος: (ᾰ) шатающийся по ночам Arph.

Middle Liddell

νυκτο-περι-πλάνητος, ον, [πλανάομαι]
roaming about by night, Ar.

English (Woodhouse)

wandering by night