νυκτιμανής

Revision as of 13:40, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ές,    A raging by night, Ἀπαρκίας Ath.Mitt.12.262 (Erythrae).

Greek Monolingual

νυκτιμανής, -ές (Α)
(για άνεμο) αυτός που μαίνεται τη νύχτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νυκτι- (βλ. ετυμολ. λ. νύχτα) + -μανής (< μαίνομαι)].