νυκτιμανής

From LSJ

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νυκτῐμᾰνής Medium diacritics: νυκτιμανής Low diacritics: νυκτιμανής Capitals: ΝΥΚΤΙΜΑΝΗΣ
Transliteration A: nyktimanḗs Transliteration B: nyktimanēs Transliteration C: nyktimanis Beta Code: nuktimanh/s

English (LSJ)

νυκτιμανές, raging by night, Ἀπαρκίας Ath.Mitt.12.262 (Erythrae).

Greek Monolingual

νυκτιμανής, -ές (Α)
(για άνεμο) αυτός που μαίνεται τη νύχτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νυκτι- (βλ. ετυμολ. λ. νύχτα) + -μανής (< μαίνομαι)].