νυκτοθήρας
English (LSJ)
ου, ὁ, A one who hunts by night, X.Mem. 4.7.4.
Greek (Liddell-Scott)
νυκτοθήρας: -ου, ὁ διὰ νυκτὸς θηρεύων, Ξεν. Ἀπομν. 4. 7 .4.
French (Bailly abrégé)
Greek Monolingual
ο (Α νυκτοθήρας)
κυνηγός που κυνηγά τη νύχτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νύξ, νυκτός + -θήρας (< θήρα), πρβλ. χρυσο-θήρας].
Greek Monotonic
νυκτοθήρας: -ου, ὁ (θηράω), αυτός που τη νύχτα επιδίδεται στο κυνήγι, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
νυκτοθήρας: ου ὁ ночной охотник Xen.