νυκτοθήρας

From LSJ

Οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → Nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us

Apollonius of Rhodes, Argonautica, 3.1129f.
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νυκτοθήρας Medium diacritics: νυκτοθήρας Low diacritics: νυκτοθήρας Capitals: ΝΥΚΤΟΘΗΡΑΣ
Transliteration A: nyktothḗras Transliteration B: nyktothēras Transliteration C: nyktothiras Beta Code: nuktoqh/ras

English (LSJ)

-ου, ὁ, one who hunts by night, X.Mem. 4.7.4.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
chasseur de nuit.
Étymologie: νύξ, θηράω.

German (Pape)

ὁ, Nachtjäger, Xen. Mem. 4.7.4.

Russian (Dvoretsky)

νυκτοθήρας: ου ὁ ночной охотник Xen.

Greek (Liddell-Scott)

νυκτοθήρας: -ου, ὁ διὰ νυκτὸς θηρεύων, Ξεν. Ἀπομν. 4. 7 .4.

Greek Monolingual

ο (Α νυκτοθήρας)
κυνηγός που κυνηγά τη νύχτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νύξ, νυκτός + -θήρας (< θήρα), πρβλ. χρυσοθήρας].

Greek Monotonic

νυκτοθήρας: -ου, ὁ (θηράω), αυτός που τη νύχτα επιδίδεται στο κυνήγι, σε Ξεν.