ξοός

Revision as of 13:50, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ὁ,    A = ξυσμός, ὁλκός, Hsch.

Greek Monolingual

ξοός, ὁ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «ξυσμός, ὁλκός».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετεροιωμένη βαθμίδα ξο- του ξέω. Η λ. εμφανίζεται συχνά και σε σύνθετα με προθέσεις (πρβλ. ἀμφί-ξοος, ἀντί-ξοος), επιρρήματα (πρβλ. εὔ-ξοος) και, κυρίως, ουσιαστικά (οπότε το β' συνθετικό εμφανίζεται με τις μορφές -ξόος / -ξοῦς / -ξός
πρβλ. δορυ-ξοῦς, κερα-ξόος, λαο-ξόος / λα-ξός)].