ξανθοδερκής

Revision as of 13:55, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ές,    A with fiery eyes, of a dragon, B.8.12.

Greek (Liddell-Scott)

ξανθοδερκής: -ές, ὁ διάπυρον ῥίπτων βλέμμα, ὁ βλέπων φλογερῶς, τὸν ξανθοδερκὴς πέφν’ ἀσαγεύοντα δράκων Βακχυλ. VIII, 12 Blass.

Greek Monolingual

ξανθοδερκής, -ές (Α)
(για δράκοντα) αυτός που έχει φλογερό βλέμμαξανθοδερκής δράκων», Βακχ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξανθός + -δερκής (< δέρκομαι «βλέπω»), πρβλ. οξυ-δερκής].