οἰκοδόμησις

Revision as of 14:05, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

εως, ἡ,    A act or manner of building, Th.3.2,21, Pl.Grg.455b, Arist.EN 1152b14, etc. : pl., ναῶν οἰ. Pl.R.394a.    II = οἰκοδόμημα, Id.Criti. 117a, Lg.778e (both pl.).

Greek (Liddell-Scott)

οἰκοδόμησις: ἡ, ὁ τρόπος ἢ ἡ πρᾶξις τοῦ οἰκοδομεῖν, Θουκ. 3. 2, 20, Πλάτ. Γοργ. 455Β, κτλ.· ἐν τῷ πληθ., οἰκοδ. ναῶν ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 391Α. ΙΙ. = οἰκοδόμημα, ὁ αὐτ. ἐν Κριτί. 117Α, Νόμ. 778Ε.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
action de construire une maison.
Étymologie: οἰκοδομέω.

Greek Monotonic

οἰκοδόμησις: ἡ,
I. η πράξη ή ο τρόπος οικοδόμησης, σε Θουκ.
II. = οἰκοδόμημα, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

οἰκοδόμησις: εως ἡ
1) сооружение, строительство (ναῶν Plat.); возведение (τειχῶν Plat.);
2) постройка, строение, здание Plat.

Middle Liddell

οἰκοδόμησις, ιος, ἡ,
I. the act or manner of building, Thuc.
II. = οἰκοδόμημα, Plat.

English (Woodhouse)

act of building