οἰνοπράτης

Revision as of 14:05, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

[ᾱ], ου, ὁ,    A = οἰνοπώλης, BGU34ii9, PSI8.959.II(iv A. D.), Rev.Bibl.29.316 (Caesarea), Tz.adHes.p.13G.

Greek (Liddell-Scott)

οἰνοπράτης: [ᾱ], -ου, ὁ, = οἰνοπώλης, Τζέτζ. εἰς Ἡσίοδ. σ. 13, ἔκδ. Gaisf. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 536.

Greek Monolingual

οἰνοπράτης, ὁ (ΑΜ)
οινοπώλης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + -πράτης (< πιπράσκω «πωλώ»), πρβλ. αρτο-πράτης.