ἀμήχανον τέχνημα καὶ δυσέκδυτον → unmanageable garment which he could not strip off
ο, θηλ. οινοπώλις (Α οἰνοπώλης, θηλ. οἰνοπῶλις και οἰνόπωλις, -ιδος)πωλητής κρασιού, κρασοπώλης.[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + -πώλης (< πωλῶ)].