οὐσιοποιός

Revision as of 14:06, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

όν,    A creating substance or essence, Herm.in Phdr. p.153 A., Procl.Inst.157, Dam.Pr.83, Simp.in Cat.325.20, etc.

Greek (Liddell-Scott)

οὐσιοποιός: -όν, = οὐσίαν ποιῶν, Ἑρμίας ἐν Πλάτ. Φαίδρ. 153, Φώτ.

Greek Monolingual

οὐσιοποιός, -όν (ΑΜ)
αυτός που δημιουργεί ουσία, δηλ. ύπαρξη ή περιουσία
αρχ.
αυτός που ορίζεται από την ύπαρξη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οὐσία + -ποιός].