οὐρώδης

Revision as of 14:10, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ες, (οὐρά)    A of the tail or rump, τένοντες Hp.Acut.(Sp.) 37 (v.l. for ὀρρ-).

Greek (Liddell-Scott)

οὐρώδης: -ες, (οὐρὰ) ὁ ἀνήκων εἰς τὴν οὐρὰν ἢ τὸν πρωκτὸν, τένοντες Ἱππ. 403. 2.

Greek Monolingual

(I)
οὐρώδης, -ῶδες (Α) ουρά
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ουρά ή στον πρωκτό.
(II)
-ώδες ούρο
αυτός που έχει γνωρίσματα, λ.χ. το χρώμα ή την οσμή, τών ούρων.