πάγξενος

Revision as of 14:15, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ον,    A all-hospitable, common to all, S.Fr.378.1.

German (Pape)

[Seite 436] allgastlich, allen Fremden gemein, πολὺν ἀγῶνα πάγξεν' ἀγκηρύσσεται, Soph. frg. 18 bei Ath. XI, 466 b.

Greek (Liddell-Scott)

πάγξενος: -ον, τοῖς ξένοις πᾶσι κοινός, φιλοξενότατος, Σοφοκλ. Ἀποσπ. 68, Βακχυλ. X(XI), 28, ὦ δέσποινα παγξε[ίνου πέδου], XII (XIII), 95.

Greek Monolingual

πάγξενος, -ον (Α)
ο πολύ φιλόξενος, ο κοινός σε όλους τους ξένους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + ξένος (πρβλ. φιλόξενος)].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πάγξενος -ον [πᾶς, ξένος] gastvrij voor allen.

English (Woodhouse)

open to all-comers