πάγξενος
From LSJ
English (LSJ)
πάγξενον, all-hospitable, common to all, S.Fr.378.1.
German (Pape)
[Seite 436] allgastlich, allen Fremden gemein, πολὺν ἀγῶνα πάγξεν' ἀγκηρύσσεται, Soph. frg. 18 bei Ath. XI, 466 b.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πάγξενος -ον [πᾶς, ξένος] gastvrij voor allen.
Greek Monolingual
πάγξενος, -ον (Α)
ο πολύ φιλόξενος, ο κοινός σε όλους τους ξένους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + ξένος (πρβλ. φιλόξενος)].
Greek (Liddell-Scott)
πάγξενος: -ον, τοῖς ξένοις πᾶσι κοινός, φιλοξενότατος, Σοφοκλ. Ἀποσπ. 68, Βακχυλ. X(XI), 28, ὦ δέσποινα παγξε[ίνου πέδου], XII (XIII), 95.