παλίμπορος

Revision as of 14:25, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ον,    A going back, φυγή Tim.Pers. 174, cf. Opp.H.4.529, Nonn.D.2.247.

German (Pape)

[Seite 449] zurückgehend, -reisend, den Weg noch einmal machend, Nonn. D. 2, 247 u. öfter; entgegengehend, Opp. Hal. 4, 529.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰλίμπορος: -ον, ὁ ὀπίσω πορευόμενος, Νόνν. Δ. 2. 247, Ὀππ. Ἁλ. 4. 529.

Greek Monolingual

παλίμπορος, -ον (Α)
αυτός που πορεύεται προς τα πίσω, αυτός που επιστρέφει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + πόρος (πρβλ. εύ-πορος)].