παλινάγγελος

Revision as of 14:27, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ον,    A bringing messages to and fro, Hsch., Phot., Suid.

German (Pape)

[Seite 450] hin und wieder, von beiden Seiten Botschaft bringend, VLL. erkl. ὀπίσω ἐπανελθὼν ἄγγελος.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰλινάγγελος: -ον, «ὁ ἐξ ὑποστροφῆς ἄγγελος, ὅταν ἀπαγγείλας τινὶ ἀπὸ τούτου ἑτέραν φάσιν ἀποφέρῃ». ― Κατὰ Φώτ. καὶ Σουΐδ.: «παλινάγγελος: ὀπίσω ἐπανελθὼν ἄγγελος».

Greek Monolingual

παλινάγγελος, -ον (Α)
1. (κατά τον Ησύχ.) «ὁ ἐξ ὑποστροφῆς ἄγγελος, ὅταν ἀπαγγείλας τινί, ἀπὸ τούτου ἑτέραν φάσιν ἐπιφέρῃ»
2. (κατά τον Φώτ. και το λεξ. Σούδα) «παλινάγγελος
ὀπίσω ἐπανελθὼν ἄγγελος».
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + ἄγγελος.