παμπάμων

Revision as of 14:30, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

[ᾱ], ον, gen. ονος,    A possessing all, Hsch. (cj. for Πάμπανον).

German (Pape)

[Seite 454] ον, allbesitzend.

Greek (Liddell-Scott)

παμπάμων: [ᾱ], -ον, ὁ τὰ πάντα κεκτημένος, τῶν πάντων κύριος, Ἡσύχ.· ἴδε Ruhnk. εἰς Τίμ. σ. 209.

Greek Monolingual

παμπάμων, -ον (Α)
αυτός που κατέχει τα πάντα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + -πάμων (< πᾶμα «κτήμα»), πρβλ. πολυ-πάμων].